- ἀδιάπνευστος
- ἀ-διά-πνευστος, (1) nicht ausdünstend. (2) ohne dazwischen Atem zu holen, ununterbrochen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀδιάπνευστος — not ventilated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάπνευστος — η, ο (Α ἀδιάπνευστος, ον) 1. αυτός που έχει έλλειψη διαπνοής, εξαερισμού 2. αυτός που δεν επιτρέπει τη διαπνοή, την εξάτμιση αρχ. 1. αυτός που δεν εξατμίζεται 2. ο χωρίς ανάσα, αδιάκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαπνέω. ΠΑΡ. αρχ. ἀδιαπνευστῶ] … Dictionary of Greek
αδιάπνευστος — η, ο (ιατρ.), αυτός που δεν έχει διαπνοή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιάπνευστον — ἀδιάπνευστος not ventilated masc/fem acc sg ἀδιάπνευστος not ventilated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαπνεύστοις — ἀδιάπνευστος not ventilated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαπνεύστου — ἀδιάπνευστος not ventilated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάπνευστα — ἀδιάπνευστος not ventilated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάπνευστοι — ἀδιάπνευστος not ventilated masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαπνευστία — ἀδιαπνευστία, η (Α) [ἀδιάπνευστος] έλλειψη ή αναστολή τής εφιδρώσεως … Dictionary of Greek
αδιαπνευστώ — ἀδιαπνευστῶ ( έω) (Α) [ἀδιάπνευστος] δεν έχω διαπνοή, εξάτμιση, δεν ιδρώνω … Dictionary of Greek